- ενστασιολογία
- η юр. злоупотребление протестами; неоднократные заявления протеста
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενστασιολογία — η 1. λόγος για ενστάσεις 2. υποβολή επανειλημμένων ενστάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενστασιολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek